30 Ιουλίου 2018

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ AIDS 2018: Ο HIV ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΑΥΞΗΜΕΝΟ ΚΙΝΔΥΝΟ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

Εικόνα για το άρθρο “ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ AIDS 2018: Ο HIV ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΑΥΞΗΜΕΝΟ ΚΙΝΔΥΝΟ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ”

Η λοίμωξη από τον ιό HIV συνδέεται με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας, ωστόσο οι λόγοι δεν έχουν ακόμη πλήρως διασαφηνιστεί, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο 22ο Παγκόσμιο Συνέδριο AIDS 2018 στο Άμστερνταμ.

Καθώς τα οροθετικά άτομα ζουν περισσότερο χάρη στην αποτελεσματική αντιρετροϊκή θεραπεία, αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότερες χρόνιες νόσους που δε σχετίζονται με τον HIV, όπως οι καρδιακές παθήσεις και ο καρκίνος. Πολλές μελέτες έχουν εξετάσει την καρδιαγγειακή νόσο μεταξύ των οροθετικών ατόμων, η οποία συνήθως σχετίζεται με την ανάπτυξη της αθηροσκλήρωσης και της στεφανιαίας νόσου που μπορεί να εμποδίσει τη ροή του αίματος και να οδηγήσει σε καρδιακή προσβολή και εγκεφαλικό επεισόδιο. Είναι γνωστό ότι η λοίμωξη από τον ιό HIV συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο αθηροσκληρωτικών καρδιαγγειακών συμβαμάτων.

Ο ερευνητής Go και οι συνεργάτες του από τον οργανισμό “Kaiser Permanente” της βόρειας Καλιφόρνια επικεντρώθηκαν στην καρδιακή ανεπάρκεια και στην αδυναμία του καρδιακού μυός να αντλήσει επαρκώς αίμα, καταστάσεις οι οποίες δεν έχουν μελετηθεί εκτενώς στον πληθυσμό των οροθετικών ατόμων. Η μελέτη HEART διερεύνησε την καρδιακή ανεπάρκεια και άλλους ενδεχόμενους καθοριστικούς παράγοντες σε οροθετικούς συμμετέχοντες σε τρία ολοκληρωμένα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης του οργανισμού “Kaiser Permanente” στις ΗΠΑ μεταξύ 2000 και 2016.

Η ομάδα του παρακολούθησε οροθετικούς ενήλικες χωρίς προηγούμενη καρδιακή ανεπάρκεια, αντιστοιχίζοντάς τους σε αναλογία 1 προς 10 με οροαρνητικούς ανθρώπους της ίδιας ηλικίας, φύλου και εθνικότητας. Ο τελικός πληθυσμός μελέτης περιελάμβανε 38.868 άτομα με HIV και 386.586 οροαρνητικά άτομα. Και στις δύο ομάδες, περίπου το 90% ήταν άνδρες, περίπου το 40% ήταν λευκοί, το 21% ήταν μαύροι, το 20% ήταν ισπανόφωνοι και το 4% ήταν ασιάτες. Περίπου οι μισοί στην ομάδα των οροθετικών ήταν άνδρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άνδρες. Η μέση ηλικία ήταν 41 ετών, με το 80% να είναι στην ηλικιακή ομάδα 21-49 ετών. Μόνο το 5% ήταν ηλικίας 60 ετών και άνω. Περίπου το 14% ήταν ενεργοί ή πρώην καπνιστές και το 3% έκανε υπερβολική χρήση αλκοόλ. Τα άτομα με HIV ήταν περίπου δύο φορές πιο πιθανό να έχουν ιστορικό χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών.

Εξετάζοντας τις συννοσηρότητες, η στεφανιαία νόσος και τα σχετικά συμβάντα όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου και το εγκεφαλικό επεισόδιο ήταν σπάνιες καταστάσεις και στις δύο ομάδες (κάτω από το 0,5%). Η χρόνια ηπατική νόσος, ο καρκίνος και η διάγνωση της κατάθλιψης ή της άνοιας ήταν πιο συχνές μεταξύ των ατόμων με HIV. Η οροαρνητική ομάδα ήταν περίπου δύο φορές πιο πιθανό να έχει τους παραδοσιακούς καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου για υψηλή αρτηριακή πίεση, αυξημένα λιπαρά αίματος και διαβήτη.

Κατά την έναρξη της έρευνας, μόνο το 18% των οροθετικών λάμβανε αντιρετροϊκή θεραπεία. Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι συμμετέχοντες ήταν κυρίως άτομα που είχαν διαγνωστεί πρόσφατα. Στοιχεία για τον αριθμό των CD4 και του ιικού φορτίου δεν ήταν διαθέσιμα για πολλούς συμμετέχοντες. Η πλειοψηφία των ατόμων με διαθέσιμες μετρήσεις ιικού φορτίου δεν είχε επιτύχει καταστολή του ιού στην αρχή της έρευνας.

Τα άτομα με HIV είχαν σημαντικά υψηλότερο ποσοστό καρδιακής ανεπάρκειας από τους οροαρνητικούς συμμετέχοντες, παρά το γεγονός ότι είχαν λιγότερους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Η συχνότητα εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου και στις δύο ομάδες, αλλά η ομάδα των οροθετικών εμφάνισε μια πιο απότομη άνοδο. Μεταξύ των ατόμων με 17ετή παρακολούθηση, η συσσωρευμένη συχνότητα εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας ήταν περίπου 4,5% για τα άτομα με HIV, σε σύγκριση με 3% για την ομάδα των οροαρνητικών.

Με τη χρήση πολυπαραγοντικών μοντέλων, αναδείχθηκε πως οι οροθετικοί είχαν 54% μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας σε σχέση με οροαρνητικά άτομα. Η συσχέτιση αυτή ενισχύθηκε όταν εξετάστηκε το ιατρικό ιστορικό, η χρήση φαρμάκων και άλλοι δυνητικοί παράγοντες κινδύνου.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι πιθανοί μηχανισμοί ερμηνείας του υψηλότερου κινδύνου είναι η άμεση βλάβη μυοκυττάρων (καρδιακών μυϊκών κυττάρων) από τον ιό HIV, η χρόνια φλεγμονή που επηρεάζει την καρδιά και η έκθεση σε τοξικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των αντιρετροϊκών φαρμάκων.

Παρακολουθήστε παρακάτω τη σχετική παρουσίαση στο Συνέδριο.