Σήμερα, 21 Σεπτεμβρίου 2023, συμπληρώνονται πέντε χρόνια από τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου στην Ομόνοια, η οποία στιγμάτισε την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα.
Ο Ζακ ήταν ένα από τα ενεργότερα μέλη της κοινότητας, ενώ η ακτιβιστική του δράση σχετικά με την HIV οροθετικότητα άλλαξε θετικά τις στάσεις της κοινότητας και του ευρύτερου πληθυσμού για την HIV λοίμωξη και τα άτομα που ζουν με τον ιό.
Συνεχίζουμε και θα συνεχίζουμε να τον θυμόμαστε, να εμπνεόμαστε και να παίρνουμε δύναμη από αυτόν.
Διαβάστε 5 κείμενα του Ζακ για την HIV οροθετικότητα, τη φεμφοβία, το coming out, την μετανάστευση και τους αποχαιρετισμούς:
“Δεν έχω, είμαι…” Η οροθετικότητα ως μέρος της ταυτότητας (Antivirus, 2015)
Διαβάζοντας ένα κείμενο το οποίο εξηγεί πως το να λες σε ένα άτομο με αναπηρία ατάκες όπως “Μην αφήνεις την αναπηρία σου να σε καθορίσει” και “Δεν είσαι η αναπηρία σου” είναι προβληματικό αλλά και το πως όταν αποδέχεσαι και να κάνεις κομμάτι της ταυτότητας σου την όποια αναπηρία δεν δηλώνει αυτολύπηση, ούτε παραίτηση αλλά αποδοχή και ενδυνάμωση, σκεφτόμουν πως το ίδιο ισχύει και για την οροθετικότητα.
Κι εγώ έχω βαρεθεί να ακούω τέτοια και πάντα μου ξένιζαν. Μπορεί να μη συμφωνούν όλες και όλοι με αυτό, αλλά προσωπικά θεωρώ την οροθετικότητα κομμάτι της ταυτότητας μου, του εαυτού μου. Δεν είμαι μόνο αυτό, αλλά χωρίς αυτό δεν θα ήμουν και αυτό που είμαι σήμερα. Και είμαι καλά με αυτό που είμαι, το έχω αποδεχτεί, το έχω αγκαλιάσει. Θα μπορούσα να προσπαθώ να το αρνηθώ και να λέω πως ο HIV είναι απλά κάτι που έχω, να το κλείσω σε ένα κουτάκι – σε μια ντουλάπα – και να προσποιούμαι πως δεν υπάρχει. Ο τρόπος όμως που (το) ζω, το ότι έχω επιλέξει να μιλάω γι΄αυτό ανοιχτά, να χρησιμοποιώ το βίωμα και την φωνή μου για να καταπολεμώ, όσο περνάει από το χέρι μου το στίγμα και την άγνοια, ακόμα και το γεγονός πως αποτελεί λόγο για τον οποίο εγώ και άλλοι σαν εμένα υφίστανται διακρίσεις, δεν μου το επιτρέπουν. Όπως και δεν δέχομαι τη σιωπή, τα ταμπού που κάποιες και κάποιοι θέλουν να επιβάλλουν γύρω από τέτοια θέματα.
Επίσης για μένα, όσο και να ακούγεται κάπως, ο HIV θα μπορούσα να πω μέχρι και ότι ήταν δώρο. Γιατί με επαγρύπνησε. Με έκανε καλύτερο, δυνατότερο, έγινε μια ευκαιρία να το δω και πέρα από μένα, να γνωρίσω υπέροχους ανθρώπους. Με οδήγησε σε μια διαδρομή που μπορεί να είχε πόνο και δυσκολίες αλλά είχε πολύ περισσότερη ομορφιά. Είχε εμπειρίες που δεν θα άλλαζα με τίποτα. Και έχει ακόμα, δεν τελειώνει. Δεν θα ήμουν εδώ που είμαι σήμερα αν δεν είχε προκύψει ο HIV. Δεν ξέρω που θα ήμουν αλλά το που βρίσκομαι μου αρέσει. Και γι’ αυτό, είμαι ευγνώμων. Περήφανος.
Μια διάγνωση με HIV δεν μπορεί να μην σου αλλάξει τη ζωή. Δεν μπορεί να μην σε επηρεάσει. Είναι όμως στο χέρι σου να προσπαθείς να την αλλάξεις και να σε επηρεάσει πιο πολύ προς το καλύτερο, παρά το αντίθετο. Να το κάνεις περηφάνια και όχι ντροπή. Μια περηφάνια που δεν βρίσκεται στο (τυχαίο) γεγονός του ότι απλά είμαι οροθετικός, είναι στο τι κάνω με αυτό. Εύκολο δεν είναι, αλλά αξίζει. Πιστεύω πως ο δρόμος της σιωπής, ο σκοτεινός, είναι τελικά πολύ πιο δύσβατος.
Απόψεις του τύπου “Δεν καθορίζομαι/κοαθορίζεσαι από αυτό και είναι απλά κάτι που έχεις”, ενώ είναι κάτι που επηρεάζει θέλοντας και μη μεγάλο μέρος της ζωής μου όπως και οποιουδήποτε οροθετικού ή οροθετικής, δεν βοηθάνε και συχνά οδηγούν στο να εθελοτυφλούμε και να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας.
Παίρνω κάθε μέρα φάρμακα, επηρεάζει τις σχέσεις μου με άλλους ανθρώπους, βάζει ένα βαθμό δυσκολίας παραπάνω στις ερωτικές λόγω του φόβου, της άγνοιας, του στίγματος, κάνω τακτικά εξετάσεις για τα αποτελέσματα των οποίων καμιά φορά μπορεί να αγχώνομαι, πρέπει σε κάθε νέα γνωριμία να σκεφτώ πότε και πως είναι καλύτερα να το πω, πως θα το πάρει ο άλλος και άλλα πολλά. Το να αντιμετωπίζω λοιπόν την οροθετικότητα ως ακόμα ένα κομμάτι μου αντί να το βλέπω σαν κάτι ξένο από εμένα, με βοηθάει και στο να την διαχειρίζομαι καλύτερα. Με μεγαλύτερη ειλικρίνεια. Και απαιτώ οι άλλοι και οι άλλες να με αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο. Δεν μπορείς να μου λες ότι δεν είναι κάτι που με καθορίζει ή να ορίσεις το πόσο.
Αν θεωρείται κακό ή υποτιμητικό το λέω πως ναι, σε ένα βαθμό τουλάχιστον έχει καθορίσει και το ποιος είμαι, το πως έχει εξελιχθεί η ζωή μου, το να λέω πως είναι και κομμάτι της ταυτότητας, είναι επειδή υπάρχει το στίγμα, είναι επειδή η κοινωνία το έχει δαιμονοποιήσει και με θέλει κατώτερο λόγω της οροθετικότητας μου. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν δέχομαι, δεν βλέπω έτσι τον εαυτό μου. Για μένα είναι ενδυναμωτικό, είναι απελευθερωτικό να πω “Ναι, είμαι”. Με το να το κάνω αυτό, στην ουσία το καθορίζω εγώ, το κάνω κάτι δικό μου και το αποφορτίζω από τον αρνητισμό και τις προκαταλήψεις που του έχουν φορέσει, δεν τους επιτρέπω να το κάνουν κάτι για το οποίο θα πρέπει ντρέπομαι ή νιώθω μειονεκτικά. Δεν χρειάζεται να το διαχωρίσω από μένα για να νιώσω καλά. Διεκδικώ το να του δώσω εγώ την σημασία που θέλω να έχει. Να το κάνω κάτι οικείο αντί για κάτι ξένο και σκοτεινό. Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως θέλω να μιλάω μόνο ή συνεχώς για αυτό. Θα ήταν άλλωστε κουραστικό και για μένα κάτι τέτοιο και θα με περιόριζε. Έχω να πω και να κάνω πολλά παραπάνω πράγματα που καμία σχέση δεν έχουν με τον HIV. Δεν υπάρχει όμως και μέρα που να έχω την πολυτέλεια να μην το σκεφτώ καθόλου.
Δεν θέλω να αποδεχτώ ή να αποδεχτείς εμένα ως άτομο, αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κάνουμε “τα στραβά μάτια” στο ότι έχω HIV. Αν χρειάζεται να το βάλουμε στην άκρη ή να προσποιηθούμε πως δεν το βλέπουμε, δεν θέλω. Θέλω να με αποδεχτείς όπως είμαι. Ως, μεταξύ άλλων, και έναν άνθρωπο οροθετικό.
Ξέρω πως δεν το βιώνω και δεν το έχω διαχειριστεί με τον τρόπο που πολύς άλλος κόσμος το κάνει. Άλλωστε ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και διαφορετικά μπορεί να το διαχειρίζεται. Όμως για μένα αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος, αυτό μου έχει δείξει η μέχρι τώρα εμπειρία μου. Δεν ξέρω αν τα 6 περίπου χρόνια που έχουν περάσει από την διάγνωση μου είναι λίγα ή πολλά. Μάλλον λίγα και έχω – ευτυχώς – πολλά ακόμα μπροστά μου. Ξέρω όμως, ότι το έχω ζήσει τόσο έντονα, με έχει επηρεάσει τόσο που δεν θυμάμαι πια πως ήταν να μην είμαι οροθετικός. Και δεν το λέω ως κάτι κακό. Ούτε σημαίνει πως είμαι μόνο αυτό. Αλλά είναι ένα κομμάτι χωρίς το οποίο το παζλ του ποιος είμαι, απλά δεν είναι ολόκληρο.
Δεν έχω HIV – Είμαι οροθετικός.
Δεν είναι κάτι που έχω, είναι κομμάτι μου.
Δεν κρύβομαι μωρή, δεν καταζητούμαι (κλεμμένο αυτό το τελευταίο).
Για τη φεμφοβία και τα λοιπά σκατά που έχεις στο κεφάλι σου (Antivirus, 2018)
Ζακ
Σημερινό μας θέμα είναι το femmephobia όπως το λένε στο χωριό μου ή φεμφοβία στα Ελληνικά. Τι είναι πάλι τούτο ίσως να αναρωτιέσαι. Μη μου αγχώνεσαι, θα σου εξηγήσω ευθύς αμέσως: Φεμφοβία είναι ο ρατσισμός, οι διακρίσεις, οι αρνητικές συμπεριφορές απέναντι σε άτομα που είναι femme (θηλυκά/θηλυπρεπή), είτε είναι άντρες, γυναίκες ή non binary/queer άτομα. Βασίζεται στις πατριαρχικές και μισογυνιστικές αντιλήψεις και στερεότυπα που θεωρούν οτιδήποτε θηλυκό ως κατώτερο, αδύναμο, μη “σοβαρό”, ανίκανο να κατέχει ηγετικές θέσεις. Έχει πολλές εκφάνσεις και είναι κάτι που συναντάμε και εντός της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Μπορεί να εκφράζεται με bullying, κυρίως σε αγόρια ή τρανς/non – binary άτομα που έχουν πιο θηλυκά χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές ή τους αρέσουν “κοριτσίστικα” πράγματα σύμφωνα με τα στερεότυπα των φύλων αλλά και σε γυναίκες που “βάφονται υπερβολικά”, “είναι πολύ γατούλες”, “ντύνονται προκλητικά” και τα λοιπά. Όπως υπάρχει ανάμεσα μας μισογυνισμός, τρανσφοβία, εσωτερικευμένη ομοφοβία, υπάρχει και αυτό. Και εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους, όπως με μια “πολιτική ευπρέπεια” που λέει ότι οι θηλυπρεπείς άντρες κάνουν κακό στην εικόνα του κινήματος ότι μας χαλάνε τα φτερά και τα πούπουλα, οι “υπερβολικές” drag queens και τρανς γυναίκες στα Pride γιατί μας χαλάνε το image και έτσι δεν μας παίρνει ο κόσμος στα σοβαρά και άλλα τέτοια ωραία. Ακόμα και στο φεμινιστικό κίνημα συναντάμε πολλές φορές φεμφοβία. Η φεμφοβία λοιπόν, όπως κάθε μορφή καταπίεσης, παρουσιάζεται σε πολλά διαφορετικά πλαίσια και εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους. Και έχει, όπως και πολλές μορφές καταπίεσης, την βάση της στην πατριαρχία και τον μισογυνισμό.
Zackie
Αρχικά, άσε μας κουκλίτσα μου με την φεμφοβία, τον μισογυνισμό, τα στερεότυπα και τα λοιπά σκατά που έχεις στο κεφάλι σου. Κράτα τα τουλάχιστον για τον εαυτό σου γιατί μπορεί να εκτεθείς εκφράζοντας απόψεις που ανήκουν σε εποχές που ουδεμία σχέση έχουν ή θα έπρεπε να έχουν με την σημερινή. Όλα αυτά τα “Όχι θηλυπρεπείς”, τα “Αν γούσταρα φούστα μπλούζα θα πήγαινα με γυναίκα” των εφαρμογών γνωριμιών, τα “ξεφτιλίζουν το Pride οι κραγμένες” κλπ κομμένα. Όπως και τα “είναι πολύ θηλυκιά για λεσβία”, τα “οι τρανς γυναίκες είναι καρικατούρες”, τα “οι φεμινίστριες καίνε τα σουτιέν τους στο Σύνταγμα και δεν βάφονται/χτενίζονται/κάνουν αποτρίχωση” κομμένα. Φτάνει πια, γκώσαμε, δεν έχουν καμία θέση πουθενά, πόσο μάλλον στο ΛΟΑΤΚΙ και φεμινιστικό κίνημα που υποτίθεται ότι παλεύουμε για ισότητα. Όσο για σένα, φίλε και φίλη που είσαι femme, μην μασάς. Ειδικά εσείς της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Να θυμάσαι ότι το κίνημα από τρανς γυναίκες, drag queens και “κραγμένες” ξεκίνησε και όχι από σοβαρούς, αρρενωπούς και – τσάμπα – μάγκες. Το να είσαι femme σε έναν κόσμο που κυριαρχεί η αρρενωπότητα και να του βγάζεις επιδεικτικά τη γλώσσα είναι μια πραγματική πράξη επανάστασης. Το να είσαι femme και “στην κοινωνία ανδρών να επιβιώνεις από θαύμα” που έχει πει και η Βανδή στο “Κορίτσι πράμα” είναι άξιο συγχαρητηρίων. Κράτα το κεφάλι ψηλά, τα τακούνια ψηλότερα και συνέχισε να είσαι ο fabulous εαυτός σου.
«Ανθρώπινη ιστορία Ημέρας Ανεξαρτησίας» (ανέκδοτο άρθρο για το Documento, 2019)
Είχα περάσει, έφηβος τότε, έναν χειμώνα στην Αμερική, ύστερα από χρόνια που πέρασαν κατηγορώντας τους γονείς μου που με έφεραν από εκεί εδώ στην Ελλάδα ενώ δεν μου άρεσε εδώ. Μου είπαν, ύστερα από συνεννόηση με τους θείους εκεί, ότι μπορώ να πάω να μείνω μαζί τους, να συνεχίσω εκεί το σχολείο και τις σπουδές μου. Οι θείοι πλούσιοι, χρόνια μετανάστες εκεί, έκαναν λεφτά και πια ο κόσμος τούς ανήκε και κανείς δεν τους έλεγε όχι. Περίεργοι άνθρωποι. Αντί να είναι Ελληνοαμερικανοί των 00s είχαν μείνει Έλληνες του ’70. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν μια μέρα μου είπε ο θείος πως ο συνέταιρός του (Έλληνας φυσικά) είχε ένα μεγάλο βάσανο. Η κόρη του είχε δεχτεί πρόταση γάμου από «ξένο».
Ήξερα πως δεν θα ωφελούσε σε τίποτε να τους πω πως είμαι γκέι, ίσα ίσα κακό σε όλους θα έκανε. Δεν ήμουν και έτοιμος για κάτι τέτοιο.
Κρατούσα ημερολόγιο τότε, τα πάντα μέσα και με κάθε λεπτομέρεια. Είχα και έναν γκόμενο, έγραφα και γι’ αυτόν. Το βρήκαν, το διάβασαν. Αυτό ήταν. Το δικό μας το παιδί, το δικό μας το σόι, όχι δεν έχει τέτοια. «Μην τον ξαναδείς, άνθρωπος είναι και μπορεί να πάθει κανένα ατύχημα» (εσείς δεν είστε, σκέφτηκα). «Σε παρασύρανε, δεν είσαι εσύ αυτό. Θα φτιάξεις». Και από τότε παντού με συνοδεία. Μόνος έξω με παρέα δική μου ποτέ. Όταν έμενα μόνος στο σπίτι, κλείδωμα μέσα. Μου πήραν το κινητό, το σταθερό κι αυτό κλειδωμένο. Με άφηναν να παίρνω μόνο τους γονείς μου μια δυό φορές την εβδομάδα και αυτό παρουσία τους. Κατάθλιψη.
Έφυγαν έτσι κάτι μήνες, σχολείο – σπίτι – δουλειά σαν ρομπότ. Η μόνη φορά στη ζωή μου που έχω πάρει κιλά. Βλέπω φωτογραφίες από τότε και τρομάζω να με αναγνωρίσω. Όχι λόγω κιλών. Τα μάτια. Όλα. Δεν ήμουν εγώ. Μέχρι που ένα βράδυ έχει φέρει γκόμενα ο θείος, έχει πέσει για ύπνο και αυτή κατάλαβε ότι κάτι είχα, ήρθε στο δωμάτιό μου να μου μιλήσει. Της τα είπα όλα. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο είχα νιώσει ασφάλεια. Μου λέει: «Εμένα το παιδί μου και δολοφόνος να ήτανε θα της έλεγα πάμε να κρύψουμε το πτώμα, μη σε πιάσουν και σε βάλουν φυλακή. Όχι αυτό το πράγμα και για κάτι που είναι η φύση σου». Την επόμενη μέρα ξύπνησα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Λέω «όχι, αγάπη μου, δεν θα με τρελάνετε εσείς». Καταστρώνω το σχέδιο, ειδοποιώ τον γκόμενο που είχαμε χαθεί στο μεταξύ να ’ρθεί τάδε μέρα και ώρα έξω από το σπίτι να με πάρει. Έχω κλείσει και το εισιτήριο με τη βοήθεια μιας φίλης. Φτάνει η μέρα, φτάνει κι αυτός, πετάω μια βαλίτσα απ’ το παράθυρο, πηδάω κι εγώ, κόντεψα να σπάσω χέρι αλλά τα κατάφερα. Έπειτα από κάμποσες ώρες ήμουν στο αεροπλάνο για Ελλάδα. Χωρίς να ξέρει κανείς τίποτε.
Με το που απογειώθηκε το αεροπλάνο, είπα η λέξη αδύνατο διαγράφεται σήμερα για μένα. Και από τότε τίποτε κρυφό, καμία ντουλάπα. Δεν βγήκα απλώς απ’ την ντουλάπα. Της έβαλα φωτιά και την έκαψα. Να μην υπάρχει καν. Αυτός και σ’ όποιον κάνω.
Ήταν η δική μου Ημέρα Ανεξαρτησίας.
Κείμενο από τον λογαριασμό του στο Facebook (2014)
Νιώθω τυχερός που μεγάλωσα με την οικογένεια που μεγάλωσα. Δεν θεωρώ ότι το μήλο πέφτει κάτω από την μηλιά, θεωρώ όμως ότι κάτι παίρνουμε, κάτι δίνουμε, κάτι μένει όπως με κάθε άνθρωπο που έχουμε στη ζωή μας, πόσο μάλλον τους ανθρώπους που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της.
Τις πολιτικές πεποιθήσεις των δικών μου δεν τις ήξερα ποτέ, δεν τις ξέρω ακόμα και λίγη σημασία έχει. Δεν ήταν “ταγμένοι” πουθενά, ούτε θυμάμαι όσο μεγάλωνα να μιλούσαν ποτέ για αντιρατσισμό, αντιφασισμό και τέτοια. Ούτε χρειαζόταν. Γιατί ξέρω πως είναι και φέρονται σαν άνθρωποι, σε όλες και σε όλους κι έτσι έμαθα κι εγώ. Νιώθω τυχερός γιατί (σε αντίθεση με μεγάλο μέρος του κοινωνικού περίγυρου και άλλων συγγενών) στο σπίτι μας δεν υπήρχε μίσος. Δεν άκουσα ποτέ τι και πως πρέπει να γίνω” ή σαν και ποιόν να μην γίνω. Δεν άκουσα ποτέ η “πουστάρα”, “ο ανώμαλος”. “η πουτάνα”, “οι ξένοι που μας παίρνουν τις δουλειές”.
Αντίθετα, από μικρός δούλευα με μετανάστες και μετανάστριες βοηθώντας στο μαγαζί του πατέρα μου, κατά καιρούς είχαμε φιλοξενήσει και στο σπίτι μας, μας έλεγαν ιστορίες, καταλάβαινα τις αγωνίες και τις δυσκολίες τους κι ας μην μιλούσαν για αυτές. Κι ας ήταν πάντα με το χαμόγελο. Το βλέμμα τους σε μια κουβέντα για το πως και γιατί έφυγαν από τις χώρες τους, ένα σκύψιμο του κεφαλιού υπό το γεμάτο κακία βλέμμα ενός περαστικού, αρκούσε. Έτσι θύμωνα πάντα, όταν άκουγα να τους βρίζουν τους μετανάστες. Θύμωνα πάντα να βλέπω πόσο άδικο είναι να κατηγορούνται μόνο και μόνο επειδή είναι “ξένοι”, να αντιμετωπίζονται ως λιγότερο άνθρωποι. Ίσως επειδή και οι δικοί μου γονείς υπήρξαν μετανάστες στην Αμερική, το ’80, εκεί γεννήθηκα κι εγώ. επιστρέψαμε, μεγάλωσα σαν ξένος κι εκεί κι εδώ και μετά από 20 χρόνια που είχαν επιστρέψει να τους βλέπω να ξαναφεύγουν και μένω εγώ σε μια Ελλάδα όπου νιώθω περισσότερο μετανάστης από ποτέ. Με πολλές έννοιες και για πολλούς λόγους.
Δεν ξέρω πως μπορούμε, ανθρώπους που μεγάλωσαν μέσα στο μίσος ή το έμαθαν αργότερα, να τους κάνουμε να καταλάβουν. Δεν ξέρω κι αν έχει σημασία ή είναι εφικτό. Ξέρω όμως ότι μπορούμε, όσες και όσοι νιώθουμε ακόμα άνθρωποι, που βλέπουμε ότι ταιριάζουν τα χνώτα μας, όσες και όσοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνουν όλα αυτά, να γίνουμε – όσο μπορούμε – μικρές ασπίδες, μικρές οάσεις ο ένας της άλλης, μέσα στο δύσκολο ταξίδι αυτού που λέμε μετανάστευση, αυτού που λέμε ζωή.
Είναι παγκόσμια ημέρα μετανάστη και μετανάστριας σήμερα….
Κείμενο από τον λογαριασμό του στο Facebook (2014)
Με τα αντίο έχω θέμα. Πάντα οι αποχαιρετισμοί μου ήταν ατσούμπαλοι, ατελείωτοι, συναισθηματικά φορτισμένοι, άγαρμποι. Δεν το ‘χω. Ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για ανθρώπους, αλλά όχι μόνο…
Ένα περίεργο πράγμα, ενώ πάντα νιώθω ότι υπάρχει χώρος για το καινούριο – εμπειρίες, ανθρώπους, φίλες, έρωτες, αγκαλιές, αγάπες – ποτέ δεν ένιωσα ότι πρέπει για αδειάσω κάτι από τα παλιά για να μπουν τα νέα. Ίσως δένομαι παραπάνω απ’ ότι πρέπει, ενθουσιάζομαι, αφήνομαι και δεν τα πάω πολύ καλά με το face control και τις πόρτες ασφαλείας.
Έχω το κακό να βλέπω καλές προθέσεις. Δένομαι και νιώθω τους αποχωρισμούς σαν κομμάτια μου που ξεκολλάνε, πολλές φορές με βία. Και μου αφήνουν αναπάντητα πως και γιατί. Φέτος είχα αρκετούς. Και έμαθα, με δυσκολία, εκτός από το να αφήνομαι και να αφήνω. Είδα πως αλλιώς δεν γίνεται. “Μα ήμασταν “φίλοι”, μα δεν μπορεί να γελάστηκα έτσι, μα ήταν έρωτας, μα ανήκουμε στην ίδια “κοινότητα”, μα η θέση μας είναι μαζί, μα άλλος είναι ο “εχθρός”. Αχ καλό μου μα δεν είναι πάντα έτσι κι ας έτσι φαινόταν. Το κοινό καλό δεν είναι πάντα και τόσο “κοινό”. Δεν μπορείς να συμπορεύεσαι με αυτό που σε τρώει από μέσα. Μαθήματα είναι όμως όλα.
Αφού τα είπα λοιπόν τα αντίο μου, τα οριστικά και τα προσωρινά, κάποια από τα οποία ήταν απώλειες πραγματικές μα και κάποια που ήταν λύτρωση, το αντίο στο χρόνο που φεύγει είναι εύκολο. Αφήνω τη χρονιά ελαφρύτερος. Εύχομαι για τη νέα χρονιά, το χώρο μέσα μας να τον διαχειριζόμαστε καλύτερα, να τον αφήνουμε για αυτούς, αυτές, αυτά που το αξίζουν κι ας μένει κενός μέχρι να βρεθούν. Καλύτερα ελεύθερος χώρος μέσα μας, παρά δια της βίας κατειλημμένος.
Δεν ξέρω αν σας βγάζει νόημα όλο αυτό. Όπως και να έχει, καλή χρονιά.