Στις αρχές Μαρτίου επέστρεφα σχεδόν χαρούμενος από την σύνοδο του Committee on Narcotic Drugs του Ο.Η.Ε. στη Βιέννη ενώ την ίδια ώρα ακούγαμε για όλο και για περισσότερα κρούσματα Covid 19 στην Ευρώπη. Αρκετές αντιπροσωπείες κρατών δεν είχαν εμφανιστεί και την ίδια ώρα οι συνάδελφοι από οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών αυτών των κρατών αντί όπως πάντα σε τέτοιες μεγάλου βεληνεκούς συναντήσεις να είναι επικεντρωμένοι συνεχώς στις διαδικασίες, μιλούσαν με τους συγγενείς και φίλους τους όντας σε μιά προφανή αγωνία.
Μιά Ιταλίδα συνεργάτιδα άλλαξε με συνοπτικές διαδικασίες το εισιτήριο της επιστροφής της γιατί το αεροπλάνο της προσγειωνόταν στο Μπέργκαμο. ”Σε καμία περίπτωση δεν πάω, όλο το κακό ξεκίνησε από εκεί” μου είπε . Σιγά-σιγά η προσοχή μου από τις διαδοχικές συναντήσεις και τον επίσημο διάλογο που είχαμε μαζί με συναδέλφους απο το Civil Society Forum on Drugs με οργανισμούς όπως το UNODC, o Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Commission μετατοπίστηκε στην ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων και στις συζητήσεις στους διαδρόμους για το τι ακριβώς έρχεται και πως θα το αντιμετωπίσουμε.
Σε προσωπικό επίπεδο ήταν η πρώτη φορά από τα χρόνια που εργάζομαι στο πεδίο που συνάντησα μαζεμένους τόσους εκπροσώπους οργανισμών που παλαιότερα μου προκαλούσαν δέος αλλα τώρα τους αντιμετώπιζα -όπως και όλοι οι συνεργάτες και ακτιβιστές- ισότιμα και διεκδικητικά χωρίς όμως καταγγελτικό λόγο και επιθετική διάθεση. Η πορεία μου, μου έμαθε ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να σε πάρουν στα σοβαρά, ειδικά αν προέρχεσαι και εκπροσωπείς μιά από τις πιό στιγματισμένες και πολλαπλά αποκλεισμένες κοινότητες ανθρώπων. Αλλά δεν μετατοπίστηκε τόσο η προσοχή μου ώστε να μην καταλάβω τα πισωγυρίσματα τόσο στη φρασεολογία που χρησιμοποιούσαν όσο και σε κάποια ψηφίσματα -όπως αυτό για την κάνναβη- που πήραν αναβολή. Πάνω από όλα όμως γιατί με γυμνό μάτι είχα αντιληφθεί από την πρώτη στιγμή πόσο λιγότερα μέλη της κοινότητας των άμεσα θιγόμενων βρισκόντουσαν εκεί και πόσο ίσως πιό αποδυναμωμενοι εμφανιζόμαστε σε κάποιες κρίσιμες συναντήσεις.
Αυτές οι σκέψεις μαζί με τις πολλές σημειώσεις και τις φωτογραφίες με συνόδεψαν στην Αθήνα και Παρασκευή βράδυ τις συζητούσα με εμβληματικό ακτιβιστή και φίλο του χώρου όταν ακούστηκε εκείνος ο συριστικός ήχος στα κινητά μας. Τρώγαμε σε ένα άδειο μαγαζί σχεδόν σε μιά επίσης άδεια Πλάκα. Στη σκέψη μου ήρθαν γρήγορα τα πρόσωπα γεμάτα αγωνία των Ιταλών συνεργατών αλλά και οι προειδοποιήσεις για μεγάλη προσοχή και συμμόρφωση στα μέτρα προφύλαξης φίλων επιδημιολόγων, προς το πρόσωπο μου, λόγω ανοσοκαταστολής.
Έτσι ξεκίνησε όλο αυτό που ζήσαμε και ζούμε ακόμα .
Το lockdown ήρθε να μαράνει την όποια ελπίδα πήγε να ανθίσει μετά από δέκα χρόνια άγριας λιτότητας όπου η πάλαι ποτέ μεσαία τάξη πολτοποιήθηκε, οι γενιές μας έζησαν πράγματα που ούτε θα τα φανταζόμασταν και οι ευάλωτες ομάδες έγιναν ακόμα πιο ευάλωτες. Σε ένα κοινωνικό πλαίσιο αυξανόμενης ακράιας εξατομίκευσης όπου οι πράξεις ανθρωπιάς και αλληλεγγύης μοιάζουν κυριολεκτικά σταγόνες σε ένα ωκεανό αρνητικών στερεοτύπων και ρατσιστικού μίσους, η πανδημία δοκίμασε και δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές μας. Οχι μόνο τα δικά μας αλλά και των ομάδων του πληθυσμού που εκπροσωπούμε χρόνια τώρα στη πρώτη γραμμή όπως οι χρήστες ψυχοδραστικών ουσιών ενεργοί και πρώην. Οι πρώτοι μετά το lockdown ήταν οι μόνοι σχεδόν που έμειναν στους δρόμους μαζί με την αστυνομία, απολύτως ορατοί δίχως τον ‘μανδύα του πλήθους’ με οτι αυτο συνεπαγεται.
Γιά άλλη μια φορά υπό αυτή τη συνθήκη του διαρκούς κατεπείγοντος, έστω και για λίγο χρονικό διάστημα όπως είχε γίνει και με την επιδημική έκρηξη του HIV στους χρήστες στο κέντρο της Αθήνας μεταξύ 2011 με 2013, μεγάλο μέρος της ευθύνης για την υποστήριξη αυτού του πληθυσμού μετακυλίστηκε από μεγάλους και επιφανείς οργανισμούς σε οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών και άλλες συλλογικότητες. Αυτές οι οργανώσεις καλύψαν και τις βασικές ανάγκες που προέκυψαν και αυτές δεν ήταν μόνο αποστειρωμένα σύνεργα χρήσης αλλά φαγητό, νερό και κάποιος άνθρωπος να πουνε μια κουβέντα. Σε αυτό το πλαίσιο αξιοσημείωτη και απολύτως θετική είναι η λειτουργία για πρώτη φορά ξενώνα για ενεργούς χρήστες στο κέντρο της Αθήνας, ενός εγχειρήματος για το οποίο αρκετοί από εμάς έχουν ξοδέψει αναρίθμητες ώρες συζητώντας σε αμέτρητες επιτροπές.
Μετά την επιστροφή στο γραφείο αλλά και από αυτά που μου μεταφέραν οι συνάδελφοι του συλλόγου από το streetwork παρατήρησα μιά αναμενόμενη αλλά σχεδόν σοκαριστική ψυχική αποδιοργάνωση και ένα βαθύ συναίσθημα απελπισίας στους ωφελούμενους μας, κάτι που συναντάμε φυσικά και σε ολοένα αυξανόμενα τμήματα του πληθυσμού που δεν κάνει χρήση. Παρατήρησα επίσης ένα μικρό χάσμα μεταξύ των πληροφοριών που μου μεταφέραν άνθρωποι του πεδίου και αυτών που μου έδιναν οι ίδιοι οι χρήστες που βρίσκονται στους δρόμους. Μιά απόδειξη πως οι κοινότητες των άμεσα θιγόμενων είναι πάντα μα πάντα ένα βήμα μπροστά από τους παρόχους υπηρεσιών και τους ειδικούς και ειδικά οι τελευταίοι πρέπει να το συνειδητοποιήσουν καλά αυτό και να τους συμπεριλαμβάνουν -όπως προτείνουν και οι κατευθυντήριες οδηγίες του Π.Ο.Υ – στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών, των προγραμμάτων και των υπηρεσιών που απευθυνονται σε αυτούς γιατί κάθε άλλο παρά παθητικοί δέκτες είναι. Κάτι που άκουσα ξανά και ξανά να επαναλαμβάνεται στην σύνοδο του ΟΗΕ στη Βιέννη ακόμα και από τα πιό συντηρητικά στόματα.
Συνυπολογίζοντας ολα τα παραπάνω συνειδητοποιήσα πως εμείς, οι εργαζόμενοι στο πεδίο, οφείλουμε να οπλιστούμε με περίσσια ψυχική ανθεκτικότητα και σε καμία περίπτωση να μην χάσουμε το κουράγιο και τις ελπίδες μας αλλά και τις αξίες που πρεσβεύουμε. Να μην αναλωνόμαστε σε στείρες αντιπαραθέσεις και σε ιδεολογικές διαμάχες που μόνους χαμένους έχουν τους ανθρώπους που εξυπηρετούμε.
Να ξεχωρίζουμε την συναδελφική αλληλεγγύη από τα συντεχνιακά αντανακλαστικά και να λέμε την αλήθεια μας γιατί ειναι ίσως το μόνο που έχουμε και μας κρατάει ζωντανούς.
Αυτές οι σκέψεις λοιπόν μου ήρθαν σήμερα 26 Ιουνίου που είναι η Παγκόσμια Μέρα για τα Ναρκωτικά και που όπως μονότονα επαναλαμβάνω για κάποιους από εμάς κάθε μέρα είναι τέτοια.
Γιατί δεν χρειαζόμαστε να είναι παγκόσμια ημέρα για να προτάσσουμε την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη, την αλληλοβοήθεια και την ενεργητική διεκδίκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κοινοτήτων μας.
Γιατί κάθε μέρα παλεύουμε για ορατότητα, αποδοχή και αρση των όρων του κοινωνικού αποκλεισμού.
Γιατί κάθε μέρα που είμαστε ζωντανοί θα είμαστε πάντα στη πρώτη γραμμή των διεκδικήσεων και όσο δυσκολότερη γίνεται η κοινωνική συνθήκη τόσο πιό πολύ εμείς θα είμαστε εδώ να αγωνιστούμε για όλα όσα ονειρευτήκαμε!